εὐπρέπεια

  • 21εμπρέπεια — ἐμπρέπεια, η (Α) ευπρέπεια («τὴν ἔσω ἐμπρέπειαν», Ιω. Χρυσ.) …

    Dictionary of Greek

  • 22επιπρέπεια — ἐπιπρέπεια, ἡ (Α) [επιπρεπής] 1. σεμνότητα, ευπρέπεια 2. εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό …

    Dictionary of Greek

  • 23ευκοσμία — η (ΑΜ εὐκοσμία) [εύκοσμος] η καλή συμπεριφορά, η ευταξία, η κοσμιότητα, η ευπρέπεια («ἐντέλλονται ἐπιμελεῑσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων», Πλάτ.) μσν. αρχ. ομορφιά αρχ. διακόσμηση, στόλισμα, καλλωπισμός …

    Dictionary of Greek

  • 24ευκοσμώ — εὐκοσμῶ, έω (Α) [εύκοσμος] φέρομαι με κοσμιότητα, με ευπρέπεια …

    Dictionary of Greek

  • 25ευκόσμιος — εὐκόσμιος, ον (Α) κόσμιος, ευπρεπής. επίρρ... εὐκοσμίως (ΑΜ) με κοσμιότητα, με ευπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόσμιος] …

    Dictionary of Greek

  • 26ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… …

    Dictionary of Greek

  • 27ευπρεπής — ές (ΑΜ εὐπρεπής, ές) 1. αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική εμφάνιση, ο ευπρόσωπος, ο ευπαρουσίαστος 2. ευγενικός, κόσμιος μσν. μεγαλοπρεπής, λαμπρός αρχ. 1. ένδοξος, επιφανής 2. ο φαινομενικά μόνο ευπρεπής, ο προσποιητός 3. φρ. α)… …

    Dictionary of Greek

  • 28ευρυθμία — η (ΑΜ εὐρυθμία) [εύρυθμος] 1. ύπαρξη κανονικού ρυθμού, συμμετρία, αναλογία τών μερών μεταξύ τους και προς το σύνολο 2. κίνηση με ωραίο ρυθμό 3. σύμμετρη, αρμονική διάταξη στον λόγο αρχ. 1. ανταπόκριση ανάμεσα στον ρήτορα και στο ακροατήριό του 2 …

    Dictionary of Greek

  • 29ευσχήμων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος στη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαρτίου. * * * εὐσχήμων, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ωραία εμφάνιση 2. ευπρεπής, κόσμιος στην εμφάνιση και στη… …

    Dictionary of Greek

  • 30ευόφθαλμος — εὐόφθαλμος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει ωραία μάτια αρχ. 1. αυτός που έχει οξύ βλέμμα 2. αυτός που είναι ευχάριστος στο βλέμμα των άλλων, που έχει ευχάριστη θέα, ο καλοκοίταχτος 3. αυτός που γίνεται με άγρυπνα μάτια («εὐόφθαλμος ψαλμωδία») 4. (μτφ.… …

    Dictionary of Greek