εὐπρέπεια

  • 11εὐπρέπειαν — εὐπρέπεια goodly appearance fem acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …

    Dictionary of Greek

  • 13εύκοσμος — η, ο (ΑΜ εὔκοσμος, ον) 1. αυτός που έχει κοσμιότητα στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, πειθαρχημένος, φρόνιμος, σεμνός 2. αυτός που γίνεται με ευπρέπεια, με σεμνότητα, με κοσμιότητα (α. «εύκοσμη συμπεριφορά» β. «οὐκ εὔκοσμον… …

    Dictionary of Greek

  • 14велелепота — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. μεγαλοπρέπεια, εὐπρέπεια), величие, великолепие.… …

    Словарь церковнославянского языка

  • 15Στήνια — Αθηναϊκή γιορτή, που γινόταν στο ιερό της Δήμητρας του Δήμου Άλιμου, στα μέσα του φθινοπώρου από έγγαμες μόνο γυναίκες. Τα Σ. αποτελούσαν το πρώτο μέρος της μεγάλης γιορτής των θεσμοφορίων, και γίνονταν σε ανάμνηση της ευχαρίστησης που είχε… …

    Dictionary of Greek

  • 16ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …

    Dictionary of Greek

  • 17ανθρωπιά — η 1. τα ανώτερα συναισθήματα που χαρακτηρίζουν έναν άνθρωπο, έμφυτη ευγένεια («δείξε μου τη συντροφιά σου να σου πω την ανθρωπιά σου» παροιμ. 2. (η έναρθη γενική ως επίθ.) της ανθρωπιάς αρκετά καλός, ανεκτός, ευπαρουσίαστος, ανθρωπινός («βάλε… …

    Dictionary of Greek

  • 18αστειότητα — η (AM ἀστειότης) η ιδιότητα του αστείου νεοελλ. αστείος, όχι σοβαρός λόγος ή ενέργεια μσν. αρχ. 1. η ευγένεια, η ευπρέπεια, η ανωτερότητα 2. η ομορφιά, η λεπτότητα …

    Dictionary of Greek

  • 19διάκριση — η (AM διάκρισις) [διακρίνω] διαστολή, διαχωρισμός, ξεχώρισμα νεοελλ. 1. διαφορά 2. επίγνωση, συναίσθηση 3. διακριτικότητα, ευπρέπεια 4. προτίμηση 5. αντίληψη διαφοράς 6. πληθ. διακρίσεις δυσμενής μεταχείριση κατηγοριών ανθρώπων για λόγους… …

    Dictionary of Greek

  • 20εκτροχιάζω — 1. αναγκάζω κάτι να βγει από την τροχιά του (ιδίως για τροχοφόρο που κινείται σε σιδηροτροχιές) 2. μτφ. μέσ. παρεκτρέπομαι, εξέρχομαι από την ευπρέπεια και το πρέπον, βγαίνω από τα όριά μου …

    Dictionary of Greek