εὐπορ-έω

  • 1εὔπορ' — εὔπορα , εὔπορος easy to pass neut nom/voc/acc pl εὔπορε , εὔπορος easy to pass masc/fem voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2εύπορος — (2ος αι. π.Χ.). Θεσσαλός ανδριαντοποιός. * * * η, ο (ΑΜ εὔπορος, ον) αυτός που έχει αρκετούς ή άφθονους πόρους, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο εύπορος κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών μσν. αρχ. 1. καλά… …

    Dictionary of Greek