εὐπείθης
1Εὐπείθης — masc acc pl (attic epic doric) Εὐπείθης masc nom/voc pl (doric aeolic) Εὐπείθης masc nom sg …
2εὐπειθής — ready to obey masc/fem nom sg …
3ευπειθής — ές (ΑΜ εὐπειθής, ές, Α και εὐπιθής) αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός νεοελλ. (το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή ευπειθέστατος, η με μεγάλη προθυμία, με …
4ευπειθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που εύκολα πείθεται, ο πειθήνιος, ο υπάκουος (αντίθ. απειθής) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5εὐπείθης — εὐπειθέω to be disposed to obey imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
6εὐπειθῆ — εὐπειθής ready to obey neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐπειθής ready to obey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐπειθής ready to obey masc/fem acc sg (attic epic doric) …
7εὐπειθέστερον — εὐπειθής ready to obey adverbial comp εὐπειθής ready to obey masc acc comp sg εὐπειθής ready to obey neut nom/voc/acc comp sg …
8Εὐπείθει — Εὐπείθης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Εὐπείθεϊ , Εὐπείθης masc dat sg (epic ionic) Εὐπείθης masc dat sg …
9εὐπειθεστάτων — εὐπειθής ready to obey fem gen superl pl εὐπειθής ready to obey masc/neut gen superl pl …
10εὐπειθεστέρων — εὐπειθής ready to obey fem gen comp pl εὐπειθής ready to obey masc/neut gen comp pl …