1εὐπετείη — εὐπέτεια ease fem nom/voc sg (epic ionic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ευπέτεια — εὐπέτεια και ιων. τ. εὐπετείη, ἡ (Α) [ευπετής] 1. ευκολία, ευχέρεια 2. αφθονία, περίσσεια 3. αδυναμία, καχεξία, μαρασμός τού σώματος …
Dictionary of Greek