εὐπειϑῶς
1εὐπειθῶς — εὐπειθής ready to obey adverbial (attic epic doric) …
2ευπειθής — ές (ΑΜ εὐπειθής, ές, Α και εὐπιθής) αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός νεοελλ. (το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή ευπειθέστατος, η με μεγάλη προθυμία, με …
3благомилованьѥ — БЛАГОМИЛОВАНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Милосердие, мягкость: [бояре и начальники] словомъ истѩзаеми им же должни есте гл҃ти и творити. Послушающе и покарѩющесѩ на бл҃гомилованье. и на бл҃годвiженье прилежаще. (πρὸς τὸ εὐπειϑῶς) ФСт XIV, 205в …
4επιπειθής — ἐπιπειθής, ές (Α) [επιπείθομαι] ευπειθής, υπάκουος. επίρρ... ἐπιπειθῶς ευπειθώς …
5πειθήνιος — α, ο / πειθήνιος και δωρ. τ. πειθάνιος, ον, ΝΜΑ (για υποζύγιο) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα ηνία, στο χαλινάρι, αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῑν», Πλούτ.) νεοελλ. τυφλά υπάκουος, άκριτα πειθαρχικός… …