εὐοσμία
1εὐοσμία — εὐοσμίᾱ , εὐοσμία fragrance fem nom/voc/acc dual εὐοσμίᾱ , εὐοσμία fragrance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2εὐοσμίᾳ — εὐοσμίᾱͅ , εὐοσμία fragrance fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ευοσμία — η (ΑΜ εὐοσμία και εὐωσμία, Α και εὐοδμία) [εύοσμος] καλή οσμή, ευωδία, άρωμα …
4ευοσμία — η ευχάριστη οσμή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5εὐοσμίας — εὐοσμίᾱς , εὐοσμία fragrance fem acc pl εὐοσμίᾱς , εὐοσμία fragrance fem gen sg (attic doric aeolic) …
6εὐοσμίαι — εὐοσμίᾱͅ , εὐοσμία fragrance fem dat sg (attic doric aeolic) …
7εὐοσμίαν — εὐοσμίᾱν , εὐοσμία fragrance fem acc sg (attic doric aeolic) …
8εὐοσμίαις — εὐοσμία fragrance fem dat pl …
9ευοδμία — εὐοδμία, ἡ (Α) [εύοδμος] ευοσμία* …
10ευοσμώδης — εὐοσμώδης, ες (Α) αυτός που έχει ευοσμία, ο εύοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύοσμος + ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] …
- 1
- 2