εὐνῆς

  • 11SINDON — an quod Sidone primum inventa? certe Tyria Sindon Martiali l. 4. Epigr. 19. ubi de Endronude, memoratur, byssus nempo seu lini species pretiosissima, e qua vestes mollissimae ac pretiosissimae conficiebantur, mutierum luxui destinatae (verba sunt …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12επανατέλλω — (AM ἐπανατέλλω και Α ποιητ. τ. ἐπαντέλλω) νεοελλ. επανεμφανίζομαι, ξαναφαίνομαι μσν. κάνω κάτι να ανατείλει, να εκδηλωθεί ξανά αρχ. 1. υψώνω, σηκώνω («ἀπὸ κλιμάκων ποδὸς ἴχνος ἐπαντέλλων», Ευρ.) 2. φυτρώνω 3. (αμτβ.) εγείρομαι, σηκώνομαι («εὐνής… …

    Dictionary of Greek

  • 13λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 14οριγνώμαι — ὀριγνώμαι, άομαι (Α) 1. εκτείνομαι, απλώνομαι 2. αποβλέπω σε κάτι, επιθυμώ κάτι («καὶ ποίας δόξης ὀριγνηθῆναι», Ισοκρ.) 3. προσπαθώ να απολαύσω κάτι («Δήμητρος εὐνῆς ὀριγνώμενος», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀριγνῶμαι έχει προέλθει από έναν ενεστ.… …

    Dictionary of Greek

  • 15ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… …

    Dictionary of Greek

  • 16πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… …

    Dictionary of Greek

  • 17σαγηνεύω — ΝΑ [σαγήνη] παρασύρω κάποιον δελεάζοντάς τον, θέλγω, γοητεύω (α. «τόν σαγήνευσαν τα κάλη της» β. «συλλήψεσθαι σαγηνεύσας ἐπὶ τῆς εὐνῆς», Λουκιαν.) αρχ. 1. αλιεύω με το δίχτυ σαγήνη 2. μτφ. α) διώχνω μαζί σε ένα μέρος όλους τους κατοίκους μιας… …

    Dictionary of Greek

  • 18σκληρευνία — και ιων. τ. σκληρευνίη, ἡ, Α η χρήση σκληρής κλίνης, το να κοιμάται κανείς σε σκληρό κρεβάτι, σκληροκοιτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ευνία (< εύνης < εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. χαμ ευνία] …

    Dictionary of Greek

  • 19χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …

    Dictionary of Greek