1ευνάτας — εὐνάτας, ὁ, θηλ. εὐνάτρια (Α) δωρ. τ. τού ευνήτης* …
Dictionary of Greek
2ευνήτης — εὐνήτης, ὁ, δωρ. τ. εὐνάτας, θηλ. εὐνήτρια (Α) [ευνώ] ευνητήρ, σύνευνος, σύζυγος …