εὐνεικής
1ευνεικής — εὐνεικής, ές (Α) 1. αυτός που κρίνει, που αποφασίζει εύκολα για αγώνα 2. (για χρησμό) αυτός τού οποίου η σημασία εξηγείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νεικής (< νείκος «διαμάχη, έριδα»), πρβλ. αμφι νεικής, πολυ νεικής] …
2εὐνεικής — easy to decide masc/fem nom sg …
3εὐνεικές — εὐνεικής easy to decide masc/fem voc sg εὐνεικής easy to decide neut nom/voc/acc sg …
4αμφινεικής — ἀμφινεικής, ές (Α) αυτός που τόν διεκδικούν πολλοί, ο περιζήτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + νεικής < νεῖκος (πρβλ. εὐνεικής, πυλυνεικής κ.λπ. και το κύριο Πολυνείκης). ΠΑΡ. αρχ. ἀμφινείκητος] …