εὐνέτις
1εὐνέτις — fem nom sg …
2εὐνέτι — εὐνέτις fem voc sg …
3εὐνέτιδας — εὐνέτις fem acc pl …
4εὐνέτιδι — εὐνέτις fem dat sg …
5εὐνέτιδος — εὐνέτις fem gen sg …
6εὐνέτιν — εὐνέτις fem acc sg …
7ευνέτης — εὐνέτης, ὁ, θηλ. εὐνέτις, ιδος (ΑΜ) [ευνή] ευναστήρ*, σύζυγος («ἐστὲ γὰρ οὐ πειθοῡς εὐνέται, ἀλλὰ βίης», Ανθ. Παλ.) …
8εύνις — (I) εὖνις, ιδος και ιος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει στερηθεί από κάποιον ή κάτι, που τού λείπει κάποιος, ο έρημος («ὅς μ υἱῶν... εὖνιν ἔθηκε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που δεν έχει παιδιά, ο στερημένος από τέκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλ. τ.… …