εὐμένεια
1εὐμενείᾳ — εὐμενείᾱͅ , εὐμένεια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) …
2Εὐμενείᾳ — Εὐμενείᾱͅ , Εὐμένειος fem dat sg (attic doric aeolic) …
3Εὐμένεια — neut nom/voc/acc pl Εὐμένειος neut nom/voc/acc pl …
4εὐμένεια — goodwill fem nom/voc sg …
5ευμένεια — η (ΑΜ εὐμένεια, Α ποιητ. τ. εὐμενία) [ευμενής] ευνοϊκή, αγαθή διάθεση, καλή πρόθεση, εύνοια («φιλόδωρος εὐμενείας, ἄδωρος δυσμενείας», Πλατ.) αρχ. 1. ευσέβεια (ἡ πρὸς τὸ θεῑον εὐμένεια», Θουκ.) 2. (για οσμή) γλυκύτητα, ευαρέσκεια 3. φρ. α) «ἐπ… …
6ευμένεια — η εύνοια, συμπάθεια, ενδιαφέρον …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7εὐμενείας — εὐμενείᾱς , εὐμένεια goodwill fem acc pl εὐμενείᾱς , εὐμένεια goodwill fem gen sg (attic doric aeolic) …
8εὐμενείαι — εὐμενείᾱͅ , εὐμένεια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) …
9Εὐμενείας — Εὐμενείᾱς , Εὐμένειος fem acc pl Εὐμενείᾱς , Εὐμένειος fem gen sg (attic doric aeolic) …
10Εὐμενείαι — Εὐμενείᾱͅ , Εὐμένειος fem dat sg (attic doric aeolic) …