εὐμάρεια
1εὐμαρείᾳ — εὐμαρείᾱͅ , εὐμάρεια fem dat sg (attic doric aeolic) εὐμαρείᾱͅ , εὐμάρεια fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
2εὐμάρεια — fem nom/voc sg …
3ευμάρεια — η (Α εὐμάρεια και εὐμαρία) [ευμαρής] νεοελλ. αφθονία υλικών μέσων, ευπορία, άνετη ζωή, υλική ευημερία αρχ. 1. ευχέρεια, ευκολία στο να κάνει κάποιος κάτι («ἐζήτησε... τόκοισιν εὐμάρειαν», Ευρ.) 2. ευκολία στην κίνηση, ευκινησία, δεξιότητα,… …
4ευμάρεια — η αφθονία υλικών αγαθών, οικονομική άνεση, πλούτος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5εὐμαρείας — εὐμαρείᾱς , εὐμάρεια fem acc pl εὐμαρείᾱς , εὐμάρεια fem gen sg (attic doric aeolic) εὐμαρείᾱς , εὐμάρεια fem acc pl (ionic) εὐμαρείᾱς , εὐμάρεια fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …
6εὐμάρει' — εὐμάρεια , εὐμάρεια fem nom/voc sg εὐμάρειαι , εὐμάρεια fem nom/voc pl …
7εὐμαρείῃ — εὐμάρεια fem dat sg (epic ionic) εὐμάρεια fem dat sg (epic ionic) …
8εὐμαρείην — εὐμάρεια fem acc sg (epic ionic) …
9εὐμάρειαι — εὐμάρεια fem nom/voc pl …
10εὐμάρειαν — εὐμάρεια fem acc sg …