εὐμάραντον
1εὐμάραντον — εὐμάραντος soon withering masc/fem acc sg εὐμάραντος soon withering neut nom/voc/acc sg …
2ευμάραντος — εὐμάραντος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που μαραίνεται εύκολα ή γρήγορα 2. μτφ. φθαρτός («δόξαν εὐμάραντον», Μηναί.) …
1εὐμάραντον — εὐμάραντος soon withering masc/fem acc sg εὐμάραντος soon withering neut nom/voc/acc sg …
2ευμάραντος — εὐμάραντος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που μαραίνεται εύκολα ή γρήγορα 2. μτφ. φθαρτός («δόξαν εὐμάραντον», Μηναί.) …