εὐμορφίαι
1εὐμορφίαι — εὐμορφία beauty of form fem nom/voc pl εὐμορφίᾱͅ , εὐμορφία beauty of form fem dat sg (attic doric aeolic) …
2εὐμορφίᾳ — εὐμορφίαι , εὐμορφία beauty of form fem nom/voc pl εὐμορφίᾱͅ , εὐμορφία beauty of form fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ευμορφία — και ευμορφιά και ὀμορφιά, η (ΑΜ εὐμορφία, Μ και ἐμορφιά καὶ ὀμορφιά) [εύμορφος] 1. η ωραιότητα, το κάλλος (ιδιαίτερα τής μορφής) (α. «ὠλόμην ἐγὼ εὐμορφίᾳ πραθεῑσα», Ευρ. β. «στείλε μου πάλε να τά ιδώ μ όλη την ευμορφιά τους τής νιότης μου τα… …