εὐμοιρ-ίτης

  • 1ευμοιρίτης — εὐμοιρίτης, ὁ (Α) επιγρ. (για νεκρούς) μακαρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύμοιρ ος + κατάλ. ιτης, κατ ευφημισμό (πρβλ. μακαρίτης)] …

    Dictionary of Greek