εὐμεν-ής

  • 1υπερμενέτης — ὁ, Α ὑπερμενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού ὑπερμενής με επίθημα έ της (πρβλ. εὐμεν έτης: εὐμενής)] …

    Dictionary of Greek