εὐμαρότης
1ευμαρότης — εὐμαρότης, ἡ (Α) [ευμαρής] ευμάρεια* …
2εὐμαρότητα — εὐμαρότης fem acc sg …
3ευμαρής — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Χρησιμοποίησε πρώτος τη διχρωμία, ώστε να είναι εμφανής η διάκριση των ανδρικών από τα γυναικεία σώματα στη ζωγραφική. * * * εὐμαρής, ές (Α) 1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ. β. «εὐμαρὲς… …