εὐλόγως
1εὐλόγως — εὔλογος reasonable adverbial εὔλογος reasonable masc/fem acc pl (doric) …
2εύλογος — η, ο (ΑΜ εὔλογος, ον) 1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.) 2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.) 3. ο ορθός, ο σωστός (α.… …
3подоба — ПОДОБ|А (117), Ы с. 1.Подобие: искуси бо сѧ по всему подобѣ [в др. сп. по подобѣ] нашеи развѣ грѣха. (καϑ’ ὁμοιότητα) ГБ к. XIV, 62б. 2. То, что должно, следует; пристойность, приличие. В сост. сказ. Подоба (не подоба) – следует (не следует),… …
4προϊστορώ — έω, Α [προΐστωρ] 1. κάνω έρευνα προηγουμένως 2. αναφέρω ως προεισαγωγή 3. παθ. προϊστοροῡμαι, έομαι αναφέρομαι προηγουμένως («ἡμεῑς τε δόξομεν εὐλόγως ἐφάπτεσθαι τῶν ἤδη προϊστορημένων ἑτέροις», Πολ.) 4. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ… …
5ԴԻՒՐԱԲԱՆԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 1 0629 Chronological Sequence: Unknown date ա.մ. εὑλόγως apte probabilius Իբր Բանաւորագոյն. *Խնդալ դիւրաբանագոյն պատճառօքն. Բրս. գոհ …
6ԴԻՒՐԱԲԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0629 Chronological Sequence: 8c, 12c գ. Իրաւացի բան. բանաւոր ինչ. ուստի ԴԻՒՐԱԲԱՆՈՒԹԵԱՄԲ εὑλόγως , իբր Իրաւամբք. ի դէպ. բանաւորապէս. *Ամենայն որ իրաւացի փափագէ իմիք, առ այն յարմարեալ ունի զփափագումն, եթէ դիւրաբանութեամբ բաղձայցէ. Նիւս.… …
7ՅԻՐԱՒԻ — ( ) NBH 2 0361 Chronological Sequence: Unknown date, 6c մ. δικαίως, κρίσει, ἁληθῶς, ἁλήθειᾳ , εὑλόγως jure, juridice, merito, vere, certe, rite, utique, equidem. (ʼի ձայնէս՝ Իր, իրի, իրաւ. իրօք.) Իրաւամբք. արժան եւ իրաւ. արդարութեամբ.… …