εὐλογητός
1εὐλογητός — blessed masc nom sg …
2ευλογητός — ή, ό (ΑΜ εὐλογητός, ή, όν) [ευλογώ] ο άξιος ευλογίας, αυτός τον οποίο πρέπει να ευλογεί, να δοξάζει, να υμνεί κάποιος (α. ἐνεργῶν τὰ εὐλογητὰ ἐν τῷ κατ ἀρετὴν ζῆν», Ευστ. β. «εὐλογητὸς ὁ θεός», Θ. Λειτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευλογητό(ν) η… …
3ευλογητός — ή, ό ο άξιος ευλογίας, ο δοξαστός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4εὐλογητά — εὐλογητός blessed neut nom/voc/acc pl εὐλογητά̱ , εὐλογητός blessed fem nom/voc/acc dual εὐλογητά̱ , εὐλογητός blessed fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5εὐλογητόν — εὐλογητός blessed masc acc sg εὐλογητός blessed neut nom/voc/acc sg …
6εὐλογητοί — εὐλογητός blessed masc nom/voc pl …
7εὐλογητοῦ — εὐλογητός blessed masc/neut gen sg …
8εὐλογητέ — εὐλογητός blessed masc voc sg …
9εὐλογητή — εὐλογητός blessed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
10εὐλογητήν — εὐλογητός blessed fem acc sg (attic epic ionic) …