εὐλαβῆ

  • 1εὐλαβῆ — εὐλαβής taking hold well neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐλαβής taking hold well masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐλαβής taking hold well masc/fem acc sg (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2εὐλαβῇ — εὐλαβέομαι to be discreet pres subj mp 2nd sg εὐλαβέομαι to be discreet pres ind mp 2nd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3εὐλαβῆι — εὐλαβῇ , εὐλαβέομαι to be discreet pres subj mp 2nd sg εὐλαβῇ , εὐλαβέομαι to be discreet pres ind mp 2nd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4благоговѣньныи — (3*) пр. То же, что благоговѣиныи: благоговѣньнии божи иже пришьствиѥ сътворьше. имѣти имоуть беспакостьноѥ и безноужьноѥ. (εὐλαβέστατοι) КЕ XII, 29б; по правиломъ прп(д)бьныихъ оц҃ь и древьнюоумоу обычаю. собою поставлѥни˫а бл҃гоговѣньныихъ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 5ευλαβικός — ή, ό [ευλαβής] αυτός που συμπεριφέρεται ή γίνεται με ευλάβεια. επίρρ... ευλαβικώς και ά ευλαβώς, με τρόπο ευλαβή …

    Dictionary of Greek

  • 6ευλαβοτρόπως — εὐλαβοτρόπως (Μ) επίρρ. με ευλαβή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από αμάρτυρο *ευλαβότροπος] …

    Dictionary of Greek

  • 7κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… …

    Dictionary of Greek

  • 8πανευλαβής — ές, ΜΑ εξαιρετικά ευλαβής, ευλαβέστατος, ευσεβέστατος. επίρρ... πανευλαβῶς (ΜΑ) με πολύ ευλαβή τρόπο, ευσεβέστατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐλαβής] …

    Dictionary of Greek

  • 9προσκυνητής — ο, ΝΜΑ, τ. θηλ. προσκυνήτρια και προσκυνήτρα, Ν [προσκυνῶ] πιστός που αποδίδει ευλαβή λατρεία και τιμή, ιδίως προς το θείο, αυτός που προσκυνά νεοελλ. 1. πιστός που μεταβαίνει σε ιερό τόπο για προσκύνημα 2. συνεκδ. λάτρης («σήμερα τού ήλιου ο… …

    Dictionary of Greek

  • 10προσκυνώ — άω / προσκυνῶ, έω, ΝΜΑ 1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ… …

    Dictionary of Greek