εὐλαβέστερον

  • 1εὐλαβέστερον — εὐλαβής taking hold well adverbial comp εὐλαβής taking hold well masc acc comp sg εὐλαβής taking hold well neut nom/voc/acc comp sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ευλαβής — ές (ΑΜ εὐλαβής, ές) πλήρης σεβασμού προς τα θεία, ευσεβής, θεοσεβής («ἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐλαβής», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαβές α) ευλάβεια, αφοσίωση («τὸ εὐλαβὲς τῆς περὶ τὸν θεῑον φόβον διαθέσεως», Ευσ.) β) ο φόβος, το δέος… …

    Dictionary of Greek