εὐκρασίαις
1εὐκρασίαις — εὐκρᾱσίαις , εὐκρασία good temperature fem dat pl …
2ευκρασία — η (ΑΜ εὐκρασία, Α και εὐκρασίη) [εύκρατος] 1. η γλυκύτητα τού καιρού, η ήπια θερμοκρασία, η ηπιότητα τού κλίματος («ἐν ταῑς εὐκρασίαις» στα εύκρατα κλίματα, Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) η καλή κράση τού οργανισμού, η καλή ιδιοσυγκρασία («εὐκρασία τοῡ… …