εὐθύνα
1εὐθύνα — εὐθύ̱νᾱ , εὔθυνα setting straight fem nom/voc/acc dual εὐθύ̱νᾱ , εὔθυνα setting straight fem acc dual …
2εὔθυνα — εὔθῡνα , εὔθυνα setting straight fem nom/voc sg εὔθῡνα , εὐθύνω guide straight aor ind act 1st sg (homeric ionic) …
3εύθυνα — η βλ. ευθύνη …
4απευθύνω — εύθυνα, ευθύνθηκα, ευθυσμένος 1. αποτείνω, καταφεύγω: Ο ανακριτής θα απευθύνει ερωτήσεις στον κατηγορούμενο. – Αποφάσισα να απευθυνθώ για το θέμα αυτό στο υπουργείο. 2. το ουδ. της μτχ. παθ. πρκ. ως ουσ., απευθυσμένο το τελευταίο τμήμα του παχιού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …
6εὐθύνας — εὐθύ̱νᾱς , εὔθυνα setting straight fem acc pl εὐθύ̱νᾱς , εὔθυνα setting straight fem gen sg (doric aeolic) εὐθύ̱νᾱς , εὐθύνω guide straight aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
7εὔθυν' — εὔθῡνα , εὔθυνα setting straight fem nom/voc sg εὔθῡναι , εὔθυνα setting straight fem nom/voc pl εὔθῡνε , εὔθυνος masc voc sg εὔθῡνε , εὐθύνω guide straight pres imperat act 2nd sg εὔθῡναι , εὐθύνω guide straight aor imperat mid 2nd sg… …
8άμυνα — η (Α ἄμυνα) αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση νεοελλ. 1. προστασία τής σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και τής ασφάλειας κάποιου 2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου 3. ικανότητα,… …
9ίθυνα — ἴθυνα, ἡ (Α) ποινή, πρόστιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω αντίστοιχος τ. τού εὔθυνα (βλ. ευθύνη)] …
10μεττρία — μεττρία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὔθυνα ἄρχοντος γεγονότος» …
- 1
- 2