εὐθυγνωμίας
1ευθυγνωμίας — εὐθυγνωμίας, ὁ (Α) μάρτυρας ο οποίος δίνει ειλικρινή κατάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευθυ γνωμ (< ευθύγνωμος) + παραγ. κατάλ. ίας (πρβλ. εισοδηματ ίας, κινηματ ίας) …
2εὐθυγνωμίας — εὐθυγνωμίᾱς , εὐθυγνωμίας witness who gives direct evidence masc acc pl εὐθυγνωμίᾱς , εὐθυγνωμίας witness who gives direct evidence masc nom sg (attic epic doric aeolic) …