εὐθνήσιμος
1ευθνήσιμος — εὐθνήσιμος, ον (Α) αυτός που πεθαίνει με εύκολο θάνατο, ο ευθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θνήσιμος < θνῄσκω] …
2εὐθνησίμων — εὐθνήσιμος in masc/fem/neut gen pl …
1ευθνήσιμος — εὐθνήσιμος, ον (Α) αυτός που πεθαίνει με εύκολο θάνατο, ο ευθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θνήσιμος < θνῄσκω] …
2εὐθνησίμων — εὐθνήσιμος in masc/fem/neut gen pl …