εὐετηρία
1εὐετηρία — εὐετηρίᾱ , εὐετηρία a good season fem nom/voc/acc dual εὐετηρίᾱ , εὐετηρία a good season fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ευετηρία — εὐετηρία, ἡ (Α) 1. καλό έτος, καλή χρονιά, καλή σοδειά (α. «ὅτι ὁ σῑτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει», Ξεν. β. «τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῑον εὐετηρίας εἶναι… …
3εὐετηρίᾳ — εὐετηρίαι , εὐετηρία a good season fem nom/voc pl εὐετηρίᾱͅ , εὐετηρία a good season fem dat sg (attic doric aeolic) …
4εὐετηρίας — εὐετηρίᾱς , εὐετηρία a good season fem acc pl εὐετηρίᾱς , εὐετηρία a good season fem gen sg (attic doric aeolic) …
5εὐετηρίαι — εὐετηρία a good season fem nom/voc pl εὐετηρίᾱͅ , εὐετηρία a good season fem dat sg (attic doric aeolic) …
6εὐετηρίαν — εὐετηρίᾱν , εὐετηρία a good season fem acc sg (attic doric aeolic) …
7εὐετηριῶν — εὐετηρία a good season fem gen pl …
8εὐετηρίαις — εὐετηρία a good season fem dat pl …
9εὐετηρίης — εὐετηρία a good season fem gen sg (epic ionic) …
10ευετία — εὐετία και ποιητ. τ. εὐετίη, ἡ (Α) η ευετηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έτος] …
- 1
- 2