εὐεργεσίαι
1εὐεργεσίαι — εὐεργεσία well doing fem nom/voc pl εὐεργεσίᾱͅ , εὐεργεσία well doing fem dat sg (attic doric aeolic) …
2εὐεργεσίᾳ — εὐεργεσίαι , εὐεργεσία well doing fem nom/voc pl εὐεργεσίᾱͅ , εὐεργεσία well doing fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ευεργεσία — η (ΑΜ εὐεργεσία, Α και ιων. τ. εὐεργεσίη) [ευεργέτης] 1. η καλή πράξη (σε αντίθεση με την κακή), η αγαθοεργία 2. καλή και ωφέλιμη πράξη για χάρη κάποιου, η ενέργεια που γίνεται με αγαθό σκοπό μσν. 1. παραχώρηση, προνόμιο, αμοιβή 2. εύνοια, χάρη… …