εὐεργεσία
1εὐεργεσία — εὐεργεσίᾱ , εὐεργεσία well doing fem nom/voc/acc dual εὐεργεσίᾱ , εὐεργεσία well doing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2εὐεργεσίᾳ — εὐεργεσίαι , εὐεργεσία well doing fem nom/voc pl εὐεργεσίᾱͅ , εὐεργεσία well doing fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ευεργεσία — η (ΑΜ εὐεργεσία, Α και ιων. τ. εὐεργεσίη) [ευεργέτης] 1. η καλή πράξη (σε αντίθεση με την κακή), η αγαθοεργία 2. καλή και ωφέλιμη πράξη για χάρη κάποιου, η ενέργεια που γίνεται με αγαθό σκοπό μσν. 1. παραχώρηση, προνόμιο, αμοιβή 2. εύνοια, χάρη… …
4ευεργεσία — η πράξη αγαθή, προσφορά μεγάλης αξίας χωρίς ανταμοιβή, αγαθοεργία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5εὐεργεσίας — εὐεργεσίᾱς , εὐεργεσία well doing fem acc pl εὐεργεσίᾱς , εὐεργεσία well doing fem gen sg (attic doric aeolic) …
6εὐεργεσίαι — εὐεργεσία well doing fem nom/voc pl εὐεργεσίᾱͅ , εὐεργεσία well doing fem dat sg (attic doric aeolic) …
7εὐεργεσιάων — εὐεργεσιά̱ων , εὐεργεσία well doing fem gen pl (epic aeolic) …
8εὐεργεσίαν — εὐεργεσίᾱν , εὐεργεσία well doing fem acc sg (attic doric aeolic) …
9εὐεργεσιᾶν — εὐεργεσία well doing fem gen pl (doric aeolic) …
10εὐεργεσιῶν — εὐεργεσία well doing fem gen pl …