εὐεργεσία
61προσοφείλω — Α 1. οφείλω, χρωστώ σε κάποιον κάτι ακόμη («διακόσια τάλαντα προσοφείλειν», Πλούτ.) 2. υστερώ 3. μτφ. χρωστώ επιπρόσθετη ευγνωμοσύνη για μια ακόμη ευεργεσία ή χάρη που μού έγινε («προσοφείλοντές σοι ἄλλας χάριτας», Ξεν.) …
62προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… …
63φιλοτίμηση — η / φιλοτίμησις, ήσεως, ΝΑ [φιλοτιμοῡμαι] διέγερση τής φιλοτιμίας αρχ. γενναιοδωρία, ευεργεσία …
64ψυχικό — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Δήμος (υψόμ. 190 μ.). Βρίσκεται στην επαρχία Αττικής, του νομού Ανατ. Αττικής. Το Ψ. είναι προάστιο της πρωτεύουσας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ.) του νομού Λαρίσης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (15 τ. χλμ.). 3.… …
65ԲԱՐԵԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 446 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c գ. εὑπραγία, εὑπραξία bona opera Գործելն զգործս բարիս, եւ գործք բարեաց. առաքինի քաղաքավարութիւն. առաքինութիւն. *Որ արարեր լտիւս ʼի զբօսանս… …
66ԲԱՐԵՐԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 457 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c գ. εὑεργεσία, εὑεργέτημα, εὑποιΐα, ἁγαθοποιΐα beneficentia, beneficium Բարեգործութիւն առ այլս. երախտաւորութիւն. երախտիք. բարեսիրութիւն. աղէկութիւն. ...… …
67ԵՐԱԽՏԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0667 Chronological Sequence: Unknown date, 9c, 13c գ. εὑεργεσία beneficentia, beneficium Բարերարութիւն. որ եւ ԲԱՐԵԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ ասի, իբր երախտիք. աղէկութիւն ... *Փառաւորել վասն երախտագործութեանց. Նանայ.: *Երախտագործութեանց ապերախտ գտայ.… …
68ԵՐԱԽՏԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0667 Chronological Sequence: Early classical, 9c, 11c գ. εὑεργεσία beneficentia Երախտաւորն գոլ. եւ Երախտիք. բարերարութիւն. բարիք. օգուտ. ... *Զերախտաւորութիւնն ապախտաւորութեամբն թշնամանէին. Սեբեր. ՟Ը: *Ամուր պահապան երախտաւորութեանն՝… …
69ԵՐԱԽՏԻՔ — (տեաց.) NBH 1 0667 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 12c գ. εὑεργεσία beneficium, benefactum, meritum ἁγαθόν bonum χάρις gratia Բարերարութիւն. շնորհք. ձրի բարեգործութիւն. բարիք. աղեկութիւն. ... *Մոռացան զերախտիս նորա. Սղ. ՟Հ՟Է. 11:… …
70(ε)ξοφλώ — (ε)ξόφλησα, (ε)ξοφλήθηκα, (ε)ξοφλημένος 1. μτβ., πληρώνω ποσό που χρωστώ, πληρώνω το χρέος μου. 2. πληρώνω ό,τι οφείλω σε κάποιον και ξεμπερδεύω μαζί του: Εξόφλησα τον μπακάλη. 3. μτφ., εκπληρώνω υποχρέωση που ανέλαβα ή υπόσχεση που έδωσα: Δεν… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)