εὐεργεσία
11εὐεργεσίαις — εὐεργεσία well doing fem dat pl …
12εὐεργεσίη — εὐεργεσία well doing fem nom/voc sg (epic ionic) …
13εὐεργεσίην — εὐεργεσία well doing fem acc sg (epic ionic) …
14εὐεργεσίης — εὐεργεσία well doing fem gen sg (epic ionic) …
15Εὐεργεσίων — Εὐεργέσια neut gen pl …
16εὐεργεσίῃσι — εὐεργεσία well doing fem dat pl (epic ionic) …
17χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …
18ευεργετικός — ή, ό (ΑΜ εὐεργετικός, ή, όν) [ευεργέτης] 1. αυτός που προσφέρει ευεργεσία ή ωφέλεια (α. «η βροχή ήταν ευεργετική για τα σπαρτά» β. «εὐεργετικώτατος δὲ καὶ φιλοδοξότατος εἰς τοὺς Ἕλληνας», Πολ.) 2. ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος να ευεργετήσει («οι… …
19благодатиѥ — БЛАГОДАТИ|Ѥ (3*), ˫А с. Ниспосланный свыше дар; благодеяние: не причастить (бо) лихоимьства б҃ъ. мл(с)тни бо ѡ(т) неправды не бываѥть. ни ѡ(т) клѩтвы блг(с)вние ни ѡ(т) слезъ бл҃годатиѥ. (εὐεργεσία) ПНЧ 1296, 69; Дв҃доу... всѣ(х) тѣхъ плѣнившемоу …
20благосъдѣланьѥ — БЛАГОСЪДѢЛАНЬ|Ѥ (2*), ˫А с. Благодеяние, совершение добрых дел: а мы слово принесѣ(м) их же има(м). ѥже добрѣе и ч(с)тнѣе. инако же и словеснѣ и поюще. на бл҃госдѣла(н)е словеснѣи вещи. (ἐπ’ εὐεργεσίᾳ) ГБ XIV, 53а; Многымь же наказавъсѩ первѣе въ …