εὐεργέα λώπην

  • 1ευεργής — εὐεργής, ές (Α) 1. ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ ἤγαγε νηῡς εὐεργής» γ. «ἀμφ ὤμοισιν ἔχουσ εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῡ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα») 2. εύκολος στην κατεργασία 3. (για χειρουργική… …

    Dictionary of Greek

  • 2λώπη — λώπη, ἡ (Α) (ποιητ. λ.) ιμάτιο, επενδύτης («δίπτυχον ἀμφ ὤμοισιν ἔχουσα εὐεργέα λώπην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λώπη καθώς και η συνώνυμή της λῶπος (τὸ) εμφανίζουν την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα (*lōp ) τής ΙΕ ρίζας *lep «αποφλοιώνω, γδέρνω,… …

    Dictionary of Greek