εὐεπείας
1εὐεπείας — εὐεπείᾱς , εὐέπεια beauty of language fem acc pl εὐεπείᾱς , εὐέπεια beauty of language fem gen sg (attic doric aeolic) …
2ευέπεια — εὐέπεια και ποιητ. τ. εὐεπίη, ἡ (Α) [ευεπής] 1. η ομορφιά στον λόγο, η ευφράδεια, η ευγλωττία («εὐέπειαι λόγων», Πλάτ.) 2. (για ήχο) ευφωνία 3. ευχετικοί, καλοί λόγοι («ἄξιος γὰρ εἶ, τῆς εὐεπείας εἵνεκα», Σοφ.) …