εὐδόξως
1Εὐδόξως — Εὔδοξος of good repute masc acc pl (doric) …
2εὐδόξως — εὔδοξος of good repute adverbial εὔδοξος of good repute masc/fem acc pl (doric) …
3εύδοξος — I (αρχές 2ου αι. π.Χ.). Θαλασσοπόρος από την Κύζικο. Έφτασε δύο φορές στις Ινδίες, προσεγγίζοντας επίσης στις ακτές της Σομαλίας. Στη συνέχεια περιέπλευσε τη δυτική Αφρική, προσπαθώντας ίσως να φτάσει στις ίδιες χώρες από τη θάλασσα. Έφτασε στα… …