1εὐδικίη — εὐδικία righteous dealing fem nom/voc sg (epic ionic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2εὐδικίῃ — εὐδικία righteous dealing fem dat sg (epic ionic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3ευδικία — εὐδικία και ιων. τ. εὐδικίη, ἡ (Α) [εύδικος] 1. δίκαιη συμπεριφορά, δικαιοσύνη («τὸ ἐν πόλεσι φέγγος εὐδικίας, Πλούτ.) 2. (η δοτ. ως επίρρ.) εὐδικίῃ δικαίως …
Dictionary of Greek