1ευδιανός — εὐδιανός, ή, όν (Α) εύδιος («ψυχρᾱν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾱν» ζεστό φάρμακο για ψυχρό αέρα, δηλ. ζεστό ρούχο, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + ανός* (πρβλ. ροδ ανός, τραγ ανός)] …
Dictionary of Greek
2εὐδιανός — warm masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3εὐδιανόν — εὐδιανός warm masc acc sg εὐδιανός warm neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)