εὐδείελος
1ευδείελος — εὐδείελος, ον (Α) 1. εύδηλος, φανερός, αυτός που φαίνεται καθαρά από μακριά («ἦ πού τις νήσων εὐδείελος», Ομ. Οδ.) 2. ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο ευήλιος («εὐδείελος χθὼν Ἰαολκοῡ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δείελος. Η σημασία τού ευδείελος… …
2εὐδείελος — clear masc/fem nom sg …
3εὐδείελον — εὐδείελος clear masc/fem acc sg εὐδείελος clear neut nom/voc/acc sg …
4εὐδειέλου — εὐδείελος clear masc/fem/neut gen sg …
5εὐδείελοι — εὐδείελος clear masc/fem nom/voc pl …
6ήπου — ἦπου και ἦ που (Α) 1. αλήθεια, πραγματικά, βεβαίως («ἦ που σοφὸς ἦν ὅστις ἔφασκεν», Αριστοφ.) 2. (σε ερωτήσεις με δισταγμό) αλήθεια; είναι δυνατόν; («ἦ πού τις νήσων εὐδείελος, ἠέ τις ἀκτή [...] ἠπείροιο;», Ομ. Οδ.) …
7dei-1, dei̯ǝ-, dī-, di̯ā- — dei 1, dei̯ǝ , dī , di̯ā English meaning: to shine; day; sun; sky god, god Deutsche Übersetzung: “hell glänzen, schimmern, scheinen” Note: (older “*dart rays”?) Note: The origin of the sky god was Anatolia, where the Sumerian… …