εὐδαιμονίᾳ

  • 91μακαριότητα — η (AM μακαριότης, ητος) [μακάριος] ευδαιμονία, ευτυχία («καὶ τὸ δὴ τέλος ἁπάσης μακαριότητος εἶναι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. πνευματική ή ψυχική γαλήνη, αταραξία 2. πνευματική νωθρότητα, αμεριμνησία, αδιαφορία 3. φρ. «η Αυτού Μακαριότητα» τιμητικός… …

    Dictionary of Greek

  • 92μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη …

    Dictionary of Greek

  • 93μεγιστόπολις — μεγιστόπολις, ι (Α) αυτός που καθιστά τις πόλεις μέγιστες ή αυτός που τούς χαρίζει μέγιστη ευδαιμονία («Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + πόλις (πρβλ. μισό πολις, χρυσό πολις)] …

    Dictionary of Greek

  • 94μυριομακαριότης — μυριομακαριότης, ἡ (Α) άπειρη, ανέκφραστη ευτυχία, πάρα πολύ μεγάλη ευδαιμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μακαριότης] …

    Dictionary of Greek

  • 95ολβία — Όνομα διάφορων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες σημαντικότερη ήταν εκείνη στον Εύξεινο Πόντο. 1. Αποικία των Μιλησίων στην ευρωπαϊκή Σκυθία. Ιδρύθηκε το 646 645 π.Χ. στη βορειοδυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, κοντά στις εκβολές του Δνείπερου, και… …

    Dictionary of Greek

  • 96ολβιότητα — η [ὄλβιος] η ιδιότητα και η κατάσταση τού ολβίου, η ευτυχία, η ευδαιμονία που προέρχεται από τα πλούτη ή από τα αγαθά τής ζωής …

    Dictionary of Greek

  • 97ολβοδοτήρ — ὀλβοδοτήρ, ήρος, ὁ, θηλ. ὀλβοδότειρα (Α) αυτός που παρέχει όλβο, πλούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. πλουτο δοτήρ] …

    Dictionary of Greek

  • 98ολβοδότης — ὀλβοδότης και δωρ. τ. ὀλβοδότας, ὁ, θηλ. ὀλβοδότις (Α) αυτός που δίνει, που παρέχει πλούτο ή ευτυχία («τὸν εὐδαιμονίας βροτοῑς ὀλβοδόταν πατέρα τε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης] …

    Dictionary of Greek

  • 99ολβοθρέμμων — ὀλβοθρέμμων, ον (Α) αυτός που ανατράφηκε μέσα σε πλούτο, σε πλούσιο περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + θρέμμων (< τρέφω), πρβλ. υδατο θρέμμων] …

    Dictionary of Greek

  • 100ολβονομώ — ὀλβονομῶ, έω (Α) φρ. «ὀλβονομῶ βίον» διάγω ευτυχισμένο βίο, ευδαιμονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + νομῶ (< νόμος < νέμω), πρβλ. καιρο νομώ] …

    Dictionary of Greek