εὐδαιμονίᾳ

  • 71βασιλεία — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… …

    Dictionary of Greek

  • 72δεξιότητα — η (AM δεξιότης) [δεξιός] η επιδεξιότητα, η ικανότητα σε κάτι αρχ. 1. η εξυπνάδα, η οξύνοια 2. η δεξίωση, η υποδοχή 3. η ευγένεια τών τρόπων 4. η ευτυχία, η ευδαιμονία …

    Dictionary of Greek

  • 73επιπρέπω — ἐπιπρέπω (Α) [πρέπω] 1. εξέχω, διακρίνομαι, φαίνομαι («οὐδὲ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος», Ομ. Οδ.) 2. αρμόζω, ταιριάζω, συμφωνώ («τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις τὴν κακίαν ἐπιπρέπειν;», Ξεν.) 3. απρόσ. ἐπιπρέπει αρμόζει,… …

    Dictionary of Greek

  • 74εσχατολογία — Το σύνολο των πεποιθήσεων και των δοξασιών για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας (ε. = λόγος περί των εσχάτων). Δεν περιέχουν όλες οι θρησκείες εσχατολογικές αντιλήψεις, δηλαδή δεν προσανατολίζονται όλες προς έναν τελικό σκοπό· αντίθετα,… …

    Dictionary of Greek

  • 75ευδαίμων — ον (ΑΜ εὐδαίμων, ον) 1. αυτός που έχει καλή τύχη, ο ευτυχής 2. ο αληθινά ευτυχισμένος («εὐδαίμων βίος», Πλάτ.) 3. ευκατάστατος, πλούσιος 4. φρ. «εὐδαίμων Ἀραβία» η εύφορη περιοχή τής Αραβίας αρχ. το ουδ. ως ουσ.) τὸ εὔδαιμον η ευδαιμονία («τὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 76ευδαιμοσύνη — εὐδαιμοσύνη, ἡ (Α) [ευδαίμων] η ευδαιμονία …

    Dictionary of Greek

  • 77ευδαιμόνησις — εὐδαιμόνησις, ἡ (Μ) [ευδαιμονώ] το να είναι κάποιος ευδαίμων, να έχει ευδαιμονία …

    Dictionary of Greek

  • 78ευδαιμόνισμα — εὐδαιμόνισμα, τὸ (Α) [ευδαιμονίζω] 1. ό,τι θεωρείται ως ευδαιμονία 2. τα συγχαρητήρια …

    Dictionary of Greek

  • 79ευοδία — εὐοδία, ἡ (Α) [εύοδος] 1. καλή πορεία, καλό ταξίδι (πρβλ. νεοελλ. κατευόδιο) 2. φρ. α) «εὐοδίαν ἀπὸ στόματος χέειν» εύχομαι, εκφέρω αγαθές ευχές για την επιτυχία κάποιου β) μτφ. «κατ εὐοδίαν» κατ ευχήν 3. ευκαιρία («εὐοδία τοῡ ἐλθεῑν» καλή… …

    Dictionary of Greek

  • 80ευτυχία — η (ΑΜ εὐτυχία, Α ιων. τ. εὐτυχία, Μ και εὐτυχιά) [ευτυχώ] το να είναι κάποιος ευτυχής, καλή τύχη, ευημερία, ευδαιμονία, επιτυχία τού σκοπού (α. «ευτυχία να πιθυμάη και ποτέ να μη τήν δει», Σολωμ. β. «τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῡμαι μεταστῆναι» …

    Dictionary of Greek