εὐδαιμονίᾳ

  • 101ολβοφόρος — ὀλβοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρνει πλούτο ή ευτυχία («θεοί τοι κρείσσους οἵ τ ὀλβοφόροι τοῑς οὐκ εὐδαίμοσι θνατῶν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + φόρος (< φέρω)] …

    Dictionary of Greek

  • 102πάνολβος — ον, Α πανόλβιος*, πανευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὄλβος «ευμάρεια, ευδαιμονία» (πρβλ. πολύ ολβος)] …

    Dictionary of Greek

  • 103πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 104πολιτεία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α [πολιτεύομαι] 1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή τής κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος τού πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῑς εἶναι πολιτεῑαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν …

    Dictionary of Greek

  • 105πολυμακάριστος — ον, ΜΑ ο πολύ μακαριστός, αυτός τον οποίο καλοτυχίζουν οι άλλοι για την ευδαιμονία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μακαριστός (< μακαρίζω), πρβλ. αξιο μακάριστος] …

    Dictionary of Greek

  • 106πολυολβία — ἡ, ΜΑ [πολυόλβος] μσν. πολύς όλβος, μεγάλη ευδαιμονία («ἀπὸ ἀκτημοσύνης... εἰς ἀθανασίαν καὶ πολυολβίαν», Θεόδ. Στ.) αρχ. η αφθονία («πολυολβία χρημάτων», Φωκυλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 107πορτμπονέρ — το, Ν άκλ. αντικείμενο που θεωρείται ότι φέρνει γούρι, φυλαχτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. porte bonheur < porter «φέρω» + bonheur «ευδαιμονία, ευτυχία»] …

    Dictionary of Greek

  • 108προαγωγή — η, ΝΜΑ [προάγω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προάγω, πρόοδος, βελτίωση, ανάπτυξη («η κυβέρνηση εξετάζει τα μέτρα που θα συντελέσουν στην προαγωγή τού εκπαιδευτικού συστήματος») νεοελλ. 1. κατάληψη ανώτερης διοικητικής θέσης σε μια ιεραρχία,… …

    Dictionary of Greek

  • 109ρητός — ή, ό / ῥητός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει λεχθεί 2. ορισμένος, σαφής, κατηγορηματικός (α. «η πρότασή του ήταν ρητή» β. «ῥητὴ ἀπόκρισις», Πολ.) 3. αυτός που μπορεί να λεχθεί χωρίς επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή προς τον άρρητο («δεινὸν γάρ, οὐδὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 110συνευδαιμονώ — έω, Α [εὐδαιμονῶ] μετέχω κι εγώ στην ευδαιμονία …

    Dictionary of Greek