εὐδαιμονίᾳ

  • 11εὐδαιμονίης — εὐδαιμονία prosperity fem gen sg (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12εὐδαιμονίῃ — εὐδαιμονία prosperity fem dat sg (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 13όλβος — ο (ΑΜ ὄλβος) 1. υλική ευδαιμονία, ευμάρεια, ευπορία, αφθονία υλικών αγαθών, πλούτος («ὑγίεια καὶ εὐεξία βέλτιον παντὸς χρυσίον, καὶ σῶμα εὔρωστον ἤ ὄλβος ἀμέτρητος», ΠΔ) 2. συνεκδ. ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, ευημερία αρχ. φρόνηση («ὄλβος… …

    Dictionary of Greek

  • 14Эвдемонизм — или эвдаймонизм (от Έύδαιμονία счастье) этическое направление, полагающее своим принципом или целью жизни счастье. Греческое слово εύδαιμονία, подобно русскому счастье , обозначает, во первых, субъективное состояние удовлетворенности, во вторых… …

    Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • 15Эвдемонизм — или эвдаймонизм (от Έύδαιμονία счастье) этическое направление, полагающее своим принципом или целью жизни счастье. Греческое слово εύδαιμονία, подобно русскому счастье , обозначает, во первых, субъективное состояние удовлетворенности, во вторых… …

    Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • 16Эвдаймонизм — или эвдемонизм (от Έύδαιμονία счастье) этическое направление, полагающее своим принципом или целью жизни счастье. Греческое слово εύδαιμονία, подобно русскому счастье , обозначает, во первых, субъективное состояние удовлетворенности, во вторых… …

    Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • 17СЧАСТЬЕ — понятие, конкретизирующее высшее благо как завершенное, самоценное, самодостаточное состояние жизни; общепризнанная конечная субъективная цель деятельности человека. Как слово живого языка и феномен культуры С. многоаспектно. Пол. исследователь В …

    Философская энциклопедия

  • 18ευδαιμονικός — ή, ό (Α εὐδαιμονικός, ή, όν) [ευδαίμων] 1. αυτός που τείνει ή οδηγεί στην ευδαιμονία («ἐνέργεια εὐδαιμονικωτάτη», Αριστοτ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που επιζητεί την ευδαιμονία του 3. το αρσ. ως ουσ. οι ευδαιμονικοί οι οπαδοί τού φιλοσοφικού… …

    Dictionary of Greek

  • 19όλβιος — α, ο (ΑΜ ὄλβιος, ία, ον, Μ θηλ. και ὄλβιος) 1. αυτός που έχει αποκτήσει πάρα πολλά υλικά αγαθά, ο γεμάτος πλούτο, ο πλούσιος («οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον ὄλβιος ἀφνειόν», Ομ. Οδ.) 2. ευδαίμων, ευτυχισμένος, μακάριος αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ …

    Dictionary of Greek

  • 20ευδαιμονισμός — Φιλοσοφική θεωρία η οποία παρουσιάζει ως σκοπό της ηθικής δράσης του ανθρώπου την επίτευξη της ευτυχίας. Ο ε. –αντίθετα από τον ηδονισμό με τον οποίο συχνά συγχέεται– αναφέρεται στην αναζήτηση της ευδαιμονίας με τη βοήθεια, σε μεγάλη κλίμακα,… …

    Dictionary of Greek