εὐδίπλωτος
1ευδίπλωτος — εὐδίπλωτος, ον (Μ) αυτός που διπλώνεται εύκολα …
2εὐδίπλωτοι — εὐδίπλωτος easily folded masc/fem nom/voc pl …
1ευδίπλωτος — εὐδίπλωτος, ον (Μ) αυτός που διπλώνεται εύκολα …
2εὐδίπλωτοι — εὐδίπλωτος easily folded masc/fem nom/voc pl …