εὐγλωττία
1εὐγλωττία — εὐγλωττίᾱ , εὐγλωσσία glibness of tongue fem nom/voc/acc dual (attic) εὐγλωττίᾱ , εὐγλωσσία glibness of tongue fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ευγλωττία — η (ΑΜ εὐγλωττία και εὐγλωσσία) [εύγλωττος] η ευχέρεια τού λόγου, η ευφράδεια («ζηλῶ σε τῆς εὐγλωττίας», Αριστοφ.) αρχ. γλυκό κελάιδισμα …
3ευγλωττία — η η ευχέρεια στο λόγο, αλλ. ευφράδεια, πειστικότητα: Γνωστός για την ευγλωττία του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4εὐγλωττίᾳ — εὐγλωττίαι , εὐγλωσσία glibness of tongue fem nom/voc pl (attic) εὐγλωττίᾱͅ , εὐγλωσσία glibness of tongue fem dat sg (attic doric aeolic) …
5εὐγλωττίας — εὐγλωττίᾱς , εὐγλωσσία glibness of tongue fem acc pl (attic) εὐγλωττίᾱς , εὐγλωσσία glibness of tongue fem gen sg (attic doric aeolic) …
6εὐγλωττίαν — εὐγλωττίᾱν , εὐγλωσσία glibness of tongue fem acc sg (attic doric aeolic) …
7-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …
8Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …
9Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …
10Νέστωρ — I Ομηρικός ήρωας, βασιλιάς της Πύλου, γιος του Νηλέα και της Χλωρίδας, περίφημος για τη σοφία, την ευγλωττία και την τόλμη του. Έζησε επί τρεις γενιές ανθρώπων και πήρε μέρος σε πλήθος πολεμικών επιχειρήσεων : στον πόλεμο των Λαπιθών και των… …