εὐγλωττία

  • 71Ορτήνσιος — Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας. 1. Λεύκιος Ο. Πραίτορας. Στον πόλεμο εναντίον του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα, διορίστηκε αρχηγός του πολεμικού στόλου. Λεηλάτησε και κατέστρεψε πολλές πόλεις της Θράκης και έδειξε ιδιαίτερη σκληρότητα προς τους… …

    Dictionary of Greek

  • 72Όσμπορν, Τζον Τζέιμς — (John James Osborne, Λονδίνο 1929 – 1995). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σε ηλικία 16 ετών εγκατέλειψε τις σπουδές του, δοκιμάζοντας να γίνει πρώτα δημοσιογράφος και ύστερα ηθοποιός. Στα 26 του, ύστερα από πολύ δύσκολα… …

    Dictionary of Greek

  • 73ρητορικά σχήματα — Καθιερωμένοι τύποι όχι κοινών γλωσσικών εκφράσεων, που έχουν σκοπό να καλλωπίζουν τον λόγο. Ως τεχνική του ωραίου γραψίματος, η ρ. διέκρινε το αντικείμενό της σε δυο χωριστές σφαίρες: την επινόηση, δηλαδή την εκλογή και τη διαδοχική σειρά των… …

    Dictionary of Greek

  • 74Σένμπεργκ, Άρνολντ — (Schonberg). Αυστριακός συνθέτης και θεωρητικός εβραϊκής καταγωγής (Βιέννη 1874 Λος Άντζελες 1951). Σπούδασε βιολί και βιολοντσέλο και στη σύνθεση επωφελήθηκε (στην ουσία ο Σ. ήταν αυτοδίδακτος) από τη διδασκαλία του Αλεξάντερ φον Ζεμλίνσκι,… …

    Dictionary of Greek

  • 75Σύμμαχος, Κόιντος Αυρήλιος — (Symmachus). Ρωμαίος αριστοκρατικής καταγωγής (345 405 μ.Χ.). Διετέλεσε νομάρχης της Ρώμης το 384. Ήταν ρήτορας, που ο Μικρόβιος μνημονεύει την ευγλωττία του. Ο γιος του συγκέντρωσε τις επιστολές του σε δέκα βιβλία. Τα πρώτα εννιά αποτελούνται… …

    Dictionary of Greek

  • 76Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… …

    Dictionary of Greek

  • 77ԹՐԹՐԱԿ — ( ) NBH 1 0823 Chronological Sequence: Unknown date ա. Որ ստէպ թռթռայ. դիւրադարձ. ճարտար, պատիր. սուտակասպաս. քաղցրաբան. ... *Ճարտարութեամբ եւ թրթրակ լեզուի խաբէութեամբն գորովեն զմեզ. Կոչ. ՟Դ. յն. բարելեզուութեամբ, կամ քաղցրաբանութեամբ εὑγλωττία… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 78ՃԱՐՏԱՐԱԽՕՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0176 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. εὑγλωττία facundia. Ճարտասանութիւն. եւ Ճարտարաբանութիւն. պերճախօսութիւն. քաղցրաբանութիւն. *Ճարտարախօսութիւն թէ բառնայցի, չվնասի ինչ աշխարհս. Ոսկ. մ. ՟Բ. 27: *Այսուհետեւ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 79ՊԱՅԾԱՌԱԲԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0593 Chronological Sequence: 5c գ. εὑγλωττία eloquentia, facundia. Պերճախօսութիւն. ճոռոմաբանութիւն. ճառատանք. որպէս յն. քաջալեզուութիւն. *Ոչ գիտէ զբանից դարձուածս ... կամ զՊղատոնի պայծառաբանութեանն կախարդութիւնն. Առ որս. ՟Ժ՟Բ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 80ευφράδεια — η ευχέρεια στο λόγο, ευγλωττία: Έχει μεγάλη ευφράδεια ο ομιλητής …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)