εὐγλωττία

  • 41ομιλητικότητα — η ευφράδεια, ευγλωττία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομιλητικός. Η λ., στον λόγιο τ. ὁμιλητικότης, μαρτυρείται από το 1887 στον Π. Οικονόμου] …

    Dictionary of Greek

  • 42πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 43πολυφραδία — και ποιητ. τ. πολυφραδίη, ἡ, Α [πολυφραδής] ευφράδεια, ευγλωττία …

    Dictionary of Greek

  • 44προφορά — η, ΝΜΑ [προφέρω] ο τρόπος που προφέρει, που εκφωνεί κανείς φθόγγους, λέξεις ή φράσεις, η άρθρωση φθόγγων, λέξεων, φράσεων (α. «έχει ξενική προφορά» β. «φωτὶ γὰρ πρὸς φῶς... οὐδεμία, οὔτε κατὰ τὴν προφοράν, οὔτε κατ αὐτὴν τὴν ἔννoιαν, ἔστι… …

    Dictionary of Greek

  • 45ρήτορας — ο / ῥήτωρ, ορος, ΝΜΑ, θηλ. ρήτωρ, Ν 1. αυτός που αγορεύει δημόσια 2. αυτός που αγορεύει με ευφράδεια, με ευγλωττία 3. στον πληθ. οι ρήτορες οι πολιτευτές που αγόρευαν στην εκκλησία τού δήμου κατά την αρχαιότητα 4. φρ. «οι δέκα ρήτορες» οι δέκα… …

    Dictionary of Greek

  • 46ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… …

    Dictionary of Greek

  • 47ρητορεία — η / ῥητορεία, ΝΑ [ῥητορεύω] η ικανότητα τού να ρητορεύει κανείς, η ρητορική τέχνη νεοελλ. 1. το τρίτο είδος τού πεζού λόγου, μετά τον φιλοσοφικό και τον ιστορικό, που ανέπτυξαν οι αρχαίοι Έλληνες και ο οποίος περιλαμβάνει συμβουλευτικούς,… …

    Dictionary of Greek

  • 48ρητορικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού ρητορικού 2. ευχέρεια λόγου, ευγλωττία 3. το ρητορικό, δηλαδή, επιδεικτικό, στομφώδες, ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρητορικός. Η λ., στον λόγιο τ. ῥητορικότης, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και… …

    Dictionary of Greek

  • 49ρητροσύνη — ἡ, Μ ευγλωττία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥητοροσύνη, με ανομοιωτική αποβολή τού ο ] …

    Dictionary of Greek

  • 50ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek