εὐγλωττία

  • 31κακόστομος — η, ο (AM κακόστομος, ον) κακολόγος, αισχρολόγος, κακόγλωσσος, υβριστής («κακόστομοι λέσχαι», Ευρ.) νεοελλ. αυτός που πάσχει από κακοσμία τού στόματος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ευγλωττία 2. αυτός που προφέρεται δύσκολα, δυσκολοπρόφερτος, κακόηχος …

    Dictionary of Greek

  • 32κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 33κρουστικός — ή, ό (Α κρουστικός, ή, όν) [κρούω] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην κρούση ή αυτός που ενεργεί με κρούση, επικρουστικός («κρουστικό όπλο» το κρουσιφλεγές όπλο) 2. φρ. φυσ. «κρουστικό κύμα» ισχυρό κύμα πίεσης το οποίο διαδίδεται σε κάθε… …

    Dictionary of Greek

  • 34λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …

    Dictionary of Greek

  • 35λογικός — ή, ό (AM λογικός, ή, όν [λόγος] 1. αυτός που έχει ορθό λόγο, σωστή κρίση, ορθή σκέψη, αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί ορθά (α. «λογικό ον» β. «ο πατέρας μου είναι λογικός άνθρωπος») 2. ο έλλογος, αυτός που ενέχει λογική, που γίνεται σύμφωνα… …

    Dictionary of Greek

  • 36λογιότητα — η (AM λογιότης) [λόγιος] 1. η ιδιότητα τού λόγιου ανθρώπου 2. είδος φιλοφρονητικής, τιμητικής προσφώνησης καλλιεργημένων πνευματικά ανθρώπων μσν. αρχ. 1. ευφράδεια, ευγλωττία 2. λογικότητα αρχ. 1. η αγάπη για τους λόγους ή τους παλαιούς μύθους 2 …

    Dictionary of Greek

  • 37μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς …

    Dictionary of Greek

  • 38μεγαλοφωνία — μεγαλοφωνία, ἡ (Α) [μεγαλόφωνος] 1. μεγάλη, δυνατή φωνή 2. μεγάλη, εξαιρετική ευγλωττία, ευφράδεια …

    Dictionary of Greek

  • 39μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… …

    Dictionary of Greek

  • 40νέστωρ — I Ομηρικός ήρωας, βασιλιάς της Πύλου, γιος του Νηλέα και της Χλωρίδας, περίφημος για τη σοφία, την ευγλωττία και την τόλμη του. Έζησε επί τρεις γενιές ανθρώπων και πήρε μέρος σε πλήθος πολεμικών επιχειρήσεων : στον πόλεμο των Λαπιθών και των… …

    Dictionary of Greek