εὐγλωττία

  • 21ευεπής — εὐεπής, ές (ΑΜ) ο ευφράδης, ο εύγλωττος αρχ. 1. ο μελωδικός, ο εύφωνος («εὐεπὴς φωνή», Ξεν.) 2. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, που εμπνέει ευγλωττία («εὐεπές ὕδωρ») 3. ο εκφρασμένος καλά («οὐδένα γὰρ λόγον εὐεπέα λέγεις Λακεδαιμονίοισι»,… …

    Dictionary of Greek

  • 22ευλαλία — I (αρχές 4ου αι.). Αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Είναι μία από τις λαοφιλείς αγίες της Ισπανίας, προπάντων στο Οβιέδο και στην ευρύτερη περιοχή του. Μαρτύρησε στη φωτιά επί Διοκλητιανού. Θεωρείται πολιούχος της Βαρκελώνης, όπου βρίσκεται το… …

    Dictionary of Greek

  • 23ευρημοσύνη — εὐρημοσύνη, ἡ (Μ) [ευρήμων] ευγλωττία, ευφράδεια …

    Dictionary of Greek

  • 24ευστομία — η (ΑΜ εὐστομία Α και εὐστομίη) [εύστομος] καλλιέπεια, ευφράδεια, ευγλωττία («φυσική τις ἐπιτρέχει τοῑς Λυσίου λόγοις εὐστομία καὶ χάρις», Διον. Αλ.) αρχ. 1. γλυκό κελάηδημα 2. (για τροφή) καλή γεύση, νοστιμιά 3. δεξιοτεχνία στην αυλητική …

    Dictionary of Greek

  • 25ευτεκνία — η (ΑΜ εὐτεκνία, Α και ποιητ. τ. εὐτεκνίη) [εύτεκνος] το να έχει κάποιος πολλά και καλά τέκνα μσν. μτφ. ευγλωττία («τὴν ἐν λόγοις εὐτεκνίαν», Ευστ.) αρχ. 1. γονιμότητα 2. επιγρ. ευκαρπία 3. (επιγρ., ως κύριο όν.) ἡ Εὐτεκνεία προσωποποίηση τής… …

    Dictionary of Greek

  • 26ευφράδεια — η (Α εὐφράδεια, ιων. και επικ. τ. εὐφραδίη) [ευφραδής] ευγλωττία, ευχέρεια λόγου νεοελλ. καλλιέπεια, γλαφυρότητα αρχ. η ορθή χρήση τής γλώσσας («τῶν μέγα δυνηθέντων ἐν εὐφραδείᾳ καὶ ἑλληνισμῷ παλαιῶν», Σέξτ. Εμπ.) …

    Dictionary of Greek

  • 27ευφραδής — ές (ΑΜ εὐφραδής, ές) αυτός που έχει ευχερή έκφραση, ο εύγλωττος μσν. αρχ. 1. αυτός που εκφράζεται σωστά ή με σαφήνεια 2. ο εκφρασμένος καλά. επίρρ... ευφραδώς (Α εὐφραδέως) με ευγλωττία, με ευφράδεια αρχ. 1. καθαρά, με σαφήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ… …

    Dictionary of Greek

  • 28εύροια — Αρχαία πόλη της Ηπείρου. Αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Μεγάλου Θεοδοσίου. Η ονομασία της οφείλεται στα άφθονα νερά της. Στην περιφέρειά της βρισκόταν το χωριό Σωρεία (σημερινό Σούλι), όπου, κατά την παράδοση, ο άγιος …

    Dictionary of Greek

  • 29εύτονος — η, ο (ΑΜ εύτονος) 1. καλά τεντωμένος, νευρώδης, ζωηρός, εύρωστος, ακμαίος 2. (για το ανθρώπινο σώμα και τα μέλη του) ισχυρός, υγιής, αρτιμελής 3. (για πράξεις και ενέργειες) αυτός που γίνεται με ζήλο, με δραστηριότητα, ο έντονος αρχ. 1. (ως… …

    Dictionary of Greek

  • 30καθευρεσιλογώ — καθευρεσιλογῶ, έω (Α) μιλώ με ευγλωττία και με επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὑρεσι λογῶ (< εὑρεσί λογος)] …

    Dictionary of Greek