εὐγλωττία

  • 11Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek

  • 12αγησίλαος — I Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Α. Α’ (10ος 9ος αι. π.Χ.). Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Κατά τον Παυσανία, στα χρόνια του εφαρμόστηκαν οι νόμοι του Λυκούργου. Κατά τον Απολλόδωρο, βασίλευσε από το 920 έως το 877 …

    Dictionary of Greek

  • 13αγορητύς — ἀγορητὺς ( ύος), η (Α) [ἀγοράομαι] ρητορική δεινότητα, ευγλωττία, ευφράδεια λόγου …

    Dictionary of Greek

  • 14αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …

    Dictionary of Greek

  • 15γλυκασμός — ο (AM γλυκασμός) [γλυκάζω] 1. γλυκύτητα 2. γλυκό κρασί μσν. νεοελλ. αγαλλίαση, χαρά («για τη Θεοτόκο: ὁ γλυκασμὸς τῶν ἀγγέλων») νεοελλ. ανακούφιση (αρχ. μσν.) 1. (για ευγλωττία) «ῥεῑθρα γλυκασμοῡ γλῶσσα βλύζει» (Γρηγ. Ναζ.) 2. (για την αλήθεια… …

    Dictionary of Greek

  • 16δημαγωγία — Όρος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι και έχει καθιερωθεί πια διεθνώς. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν δημαγωγό τον ρήτορα του οποίου η ευγλωττία ενθουσίαζε τους ακροατές ή τον πολιτικό που ήξερε να παρασύρει τον λαό. Στον Αριστοτέλη (Πολιτικά, βιβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 17δικανικός — ή, ό (AM δικανικός, ή, όν) (για λόγο) αυτός που εκφωνείται στο δικαστήριο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δικανικός 1. ο δικανικός λόγος, η αγόρευση στο δικαστήριο 2. ομιλία επιθετική και πομπώδης αρχ. 1. (για πρόσωπο) ο έμπειρος στις δίκες, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 18ευέπεια — εὐέπεια και ποιητ. τ. εὐεπίη, ἡ (Α) [ευεπής] 1. η ομορφιά στον λόγο, η ευφράδεια, η ευγλωττία («εὐέπειαι λόγων», Πλάτ.) 2. (για ήχο) ευφωνία 3. ευχετικοί, καλοί λόγοι («ἄξιος γὰρ εἶ, τῆς εὐεπείας εἵνεκα», Σοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 19ευγλωσσία — εὐγλωσσία, ἡ (ΑΜ) [εύγλωσσος] βλ. ευγλωττία …

    Dictionary of Greek

  • 20ευγλωσσώ — εὐγλωσσῶ, έω (Α) [εύγλωσσος] καθιστώ κάποιον εύγλωττο, παρέχω ευγλωττία σε κάποιον …

    Dictionary of Greek