εὐγεν-ής
1NOMEN — inrantibus impositum, perectâ Circumcisione Iudaeis, aliis post lustrationem: Omnibus enim gentibus Nomma sua erant seu vocabula, aliis signa, praeter Atlantes, de quibus Pomp. Mela l. 1. c. 8. Ex his, qui ultra deserta esse memoraxtur, Atlantes… …
2OLYMPIONICAE — qui ludis Olympicis victoriam retulêre, cum Patriae suae ingens hôc pactô decus conciliarent, tantô olim honore habiti sunt, apud Athenienses inprimis vel magnô Reip. suae impendiô ac sumptu, ut lege eum coercendum censuerit Solon, teste Diogene… …
3αναπτέρωμα — το η αναπτέρωση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπτερώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ευγεν. Βαπτισιάδη Δελβινιώτη] …
4ευγένεια — και ευγενειά, η (ΑΜ εὐγένεια, Α και εὐγενία) 1. η καταγωγή από αρχοντική γενιά 2. η λεπτότητα τών τρόπων, η πολιτισμένη συμπεριφορά 3. τα λεπτά χαρακτηριστικά τού προσώπου, η ευγενική μορφή 4. η γενναιοφροσύνη, το υψηλό φρόνημα 5. (για ζώα) η… …
5ευγενόλη — η χημ. φαινολική ένωση που αποτελεί το κύριο συστατικό τού γαριφαλελαίου και άλλων αιθέριων ελαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. eugenole < eugen (πρβλ. ευγεν ής) + οl < λατ. oleum (πρβλ. έλαιο)] …
6ξεδιαλύνω — (Μ ξεδιαλύνω και ἐξεδιαλύνω και ξεδιαλύω) καθιστώ κάτι ευνόητο, αποσαφηνίζω, εξηγώ, ερμηνεύω («μα δεν κατέχω, ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. ξεκαθαρίζω, διαλέγω («ξεδιαλύνω το σιτάρι από την ήρα») 2. (για όνειρο) γίνομαι… …
7υποκυμαίνω — ΜΑ κυματίζω ελαφρά («καὶ ποταμὸς... ὑποκυμαίνων», Μάρκ Ευγεν.) αρχ. μτφ. ταράζω ελαφρά, ζαλίζω («ἔρως και οἶνος αὐτοῡ τὸν νοῡν ὑπεκύμαινον», Ρητ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κυμαίνω «κυματίζω, κινούμαι όπως το κύμα»] …