εὐγένεια
1εὐγενείᾳ — εὐγενείᾱͅ , εὐγένεια nobility of birth fem dat sg (attic doric aeolic) …
2εὐγένεια — nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl …
3ευγένεια — και ευγενειά, η (ΑΜ εὐγένεια, Α και εὐγενία) 1. η καταγωγή από αρχοντική γενιά 2. η λεπτότητα τών τρόπων, η πολιτισμένη συμπεριφορά 3. τα λεπτά χαρακτηριστικά τού προσώπου, η ευγενική μορφή 4. η γενναιοφροσύνη, το υψηλό φρόνημα 5. (για ζώα) η… …
4ευγένεια — η 1. η ιδιότητα του ευγενούς. 2. λεπτότητα τρόπων, συμπεριφορά καλή: Όλες οι πόρτες ανοίγουν στην ευγένεια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5εὐγενείας — εὐγενείᾱς , εὐγένεια nobility of birth fem acc pl εὐγενείᾱς , εὐγένεια nobility of birth fem gen sg (attic doric aeolic) …
6εὐγένει' — εὐγένεια , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένειαι , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc pl εὐγένεια , εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl εὐγένειε , εὐγένειος well maned masc/fem voc sg …
7ηὑγένει' — εὐγένεια , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένειαι , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc pl εὐγένεια , εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl εὐγένειε , εὐγένειος well maned masc/fem voc sg …
8ηὑγένεια — εὐγένεια , εὐγένεια nobility of birth fem nom/voc sg εὐγένεια , εὐγένειος well maned neut nom/voc/acc pl …
9εὐγενείαι — εὐγενείᾱͅ , εὐγένεια nobility of birth fem dat sg (attic doric aeolic) …
10εὐγενειῶν — εὐγένεια nobility of birth fem gen pl …